Με την πάροδο ενάμιση χρόνου από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και το αρχικό σοκ που υπέστησαν όλες οι οικονομίες, καθίσταται πλέον σαφές πως η αιτία των ακριβών υγρών καυσίμων στην χώρα μας, δεν είναι η Ουκρανία αλλά το εγχώριο καρτέλ πανίσχυρων εταιριών.
Παρ’ όλο που η τιμή του πετρελαίου διεθνώς βρίσκεται σήμερα περίπου στα 80 δολάρια ανά βαρέλι, η τιμή της βενζίνης στα πρατήρια ξεπέρασε και πάλι το ψυχολογικό όριο των 2 ευρώ/λίτρο, όσο δηλαδή ακριβώς είχε και κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, με τη μόνη διαφορά βεβαίως ότι η τιμή του πετρελαίου διεθνώς είχε φτάσει τότε ακόμη και 120 δολάρια ανά βαρέλι.
Οι αριθμοί μαρτυρούν πως στην Ελλάδα, οι τιμές των καυσίμων στην αντλία δεν είναι απόλυτα εξαρτημένες από διεθνείς συγκυρίες καθώς η διαμόρφωση των τιμών φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό «εγχώρια υπόθεση». Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια διατηρεί το θλιβερό προνόμιο να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις για τις ακριβές τιμές των καυσίμων, αφού φόροι και δασμοί είναι το 50% της τιμής τους. Το υπόλοιπο 47% αφορά στην τιμή απόκτησης και το 3% στο περιθώριο κέρδους της εταιρείας, του μεταφορέα και του πρατηριούχου.
Τι πρέπει να συμβεί για να περιοριστεί η τιμή των καυσίμων στα πρατήρια της χώρας ;
- Κατ’ αρχάς να μειωθεί ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης καυσίμων. Ο ειδικός Φόρος Κατανάλωσης καυσίμων στη χώρα μας ανέρχεται στα 700 ευρώ ανά χίλια λίτρα βενζίνης. Δηλαδή 70 λεπτά ανά λίτρο. Θα μπορούσε η κυβέρνηση για ένα διάστημα να προχωρήσει στη μείωση του κι αν όχι να τον μειώσει στα 360 ευρώ ανά χιλιόλιτρο, που είναι το κατώτατο όριο που επιτρέπει η Ε.Ε., τουλάχιστον να τον κρατήσει στον μέσο όρο της Ε.Ε., που είναι τα 560 ευρώ ανά χιλιόλιτρο. Αν γινόταν αυτό, η άμεση μείωση της τιμής στη βενζίνη θα ήταν μεγαλύτερη των 20 λεπτών το λίτρο. Άλλωστε, πρόκειται για έναν πάγιο – και όχι αναλογικό – φόρο, ο οποίος επιβάλλεται ανά μονάδα προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι συνάρτηση της αύξησης της κατανάλωσης. Συνεπώς, η διατήρηση της κατανάλωσης τουλάχιστον στα συνήθη επίπεδα θα έπρεπε να είναι εθνικός στόχος για να μην υπάρξει μείωση των φορολογικών εσόδων που θα οδηγήσει συνεπακόλουθα στην αύξηση άλλων εμμέσων φόρων.
Πέραν, όμως, του ΕΦΚ η τιμή των καυσίμων επιβαρύνεται με έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ σε επίπεδο Ε.Ε., δηλαδή 24%. Συνεπώς, όταν η βενζίνη πωλείται 1,85 ευρώ το λίτρο, η συμμετοχή των φόρων (ΕΦΚ και ΦΠΑ) στη διαμόρφωση της τελικής τιμής είναι σχεδόν 1,08 ευρώ! Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, αρχικά η κυβέρνηση θα έπρεπε να μειώσει το ΦΠΑ στα καύσιμα. Λόγω της αναλογικότητας του συγκεκριμένου φόρου τα δημόσια έσοδα δεν θα είχαν καμία απώλεια. Αντιθέτως, το κράτος σήμερα κερδοσκοπεί όταν εισπράττει ΦΠΑ στις ήδη αυξημένες τιμές των καυσίμων, καθώς όσο οι τελευταίες αυξάνονται τόσο αυξάνονται και τα έσοδα του κράτους από ΦΠΑ.
- Επιπρόσθετα πρέπει να μπει επιτέλους στον δημόσιο διάλογο η ανάγκη αλλαγής του νομοθετικού καθεστώτος που διέπει τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων στην χώρα μας. Μέχρι σήμερα, βάσει νομοθεσίας, όποιος επιχειρηματίας επιθυμεί να εισάγει στην χώρα, να διυλίσει και να διαθέσει ποσότητες ορυκτών καυσίμων, πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις, οι κυριότερες των οποίων είναι να διαθέτει τεράστιες δεξαμενές αποθήκευσης των καυσίμων, οι οποίες να διαθέτουν πρόσβαση σε λιμάνι, σιδηρόδρομο και λοιπές εξαιρετικά υψηλές προδιαγραφές, καθώς και η υποχρέωση τήρησης τεράστιων ποσοτήτων καυσίμων αδιάθετων ως «αποθέματα ασφαλείας» της χώρας. Εκ των πραγμάτων γίνεται αντιληπτό πως αυτό περιορίζει σημαντικά τον αριθμό των νομικών προσώπων που μπορούν να εισάγουν υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα προς διύλιση και διάθεση, δημιουργώντας εμμέσως συνθήκες ολιγοπωλίου στην ελληνική αγορά καυσίμων, και ως συνήθως συμβαίνει στα ολιγοπώλια, οι τιμές είναι αφύσικα υψηλότερες από το κανονικό. Είναι ενδεικτικό πως αυτήν την στιγμή υπάρχουν μόνο δύο εταιρίες στην Ελλάδα που πληρούν της προϋποθέσεις του νόμου και διαθέτουν διυλιστήρια πετρελαίου. Όλες οι υπόλοιπες (περίπου 20) απλώς εμπορεύονται το ήδη διυλισμένο καύσιμο.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και η ίδια η Επιτροπή Ανταγωνισμού τοποθετήθηκε αναφορικά με την λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά πετρελαιοειδών στην χώρα μας, παρατηρώντας ότι ενώ οι εγχώριες τιμές προσαρμόζονται άμεσα (ή ακόμη και σε μεγαλύτερο ύψος) στις ανοδικές μεταβολές των διεθνών τιμών του πετρελαίου ή των επιμέρους τιμών των πετρελαιοειδών, εντούτοις σε περιόδους καθοδικής κίνησης των τιμών, οι αντίστοιχες προσαρμογές δεν είναι εξίσου άμεσες. Αυτή η ασυμμετρία των τιμών σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου καθορίζουν τα περιθώρια κέρδους τους σε περιόδους ανόδου και καθόδου των τιμών σε διαφορετικό επίπεδο, επωφελούμενες των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών.
Συνοπτικά, οι έως τώρα μελέτες που αφορούν στην ελληνική αγορά των υγρών καυσίμων και των λοιπών πετρελαιοειδών τείνουν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ασυμμετρία του βαθμού προσαρμογής των τιμών σε επίπεδο λιανικής τιμή της βενζίνης. Το ζήτημα των τιμών της ενέργειας για τα νοικοκυριά είναι ζήτημα επιβίωσης και απαιτεί συγκεκριμένες και ριζικές τομές και σίγουρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με voucher. Σε αντίθετη περίπτωση θα είναι σαν να προσπαθεί η κυβέρνηση να σβήσει μια «πυρκαγιά» απλώς χρησιμοποιώντας νεροπίστολα.